Μάρσαλ, Άλφρεντ

Μάρσαλ, Άλφρεντ
(Alfred Marshall, Λονδίνο 1842 – Κέιμπριτζ 1924). Άγγλος οικονομολόγος. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, στο οποίο έγινε αργότερα καθηγητής. Το 1890 δημοσίευσε το έργο του με τίτλο Αρχές οικονομικής επιστήμης, το οποίο αποτέλεσε σημαντικό σταθμό στην εξέλιξη της οικονομικής σκέψης. Κάνοντας διάκριση ανάμεσα σε τιμές που διαμορφώνονται σε σύντομο και σε μακρό χρονικό διάστημα, ο Μ. απέδειξε τη δυνατότητα συμβιβασμού της κλασικής θεωρίας με ρικαρντιανές τάσεις –σύμφωνα με την οποία η αξία των οικονομικών αγαθών προέκυπτε από το κόστος παραγωγής– με τις ανακαλύψεις της οριακής σχολής, που εξαρτούσαν την αξία αυτή από την αντίληψη της οριακής χρησιμότητας. Σε αντίθεση με άλλους οικονομολόγους, όπως ο Λεόν Βαλρά και ο Βιλφρέντο Παρέτο, οι οποίοι είχαν ασχοληθεί με την επεξεργασία μιας θεωρίας γενικής οικονομικής ισορροπίας, ο Μ. περιορίστηκε στη μελέτη των μερικών οικονομικών ισορροπιών, επιζητώντας να προσδιορίσει τον τρόπο με τον οποίο θα επιτυγχανόταν η σταθεροποίηση της ισορροπίας (δηλαδή η εξίσωση προσφοράς και ζήτησης) σε συγκεκριμένες αγορές. Ανάμεσα στα έργα του Μ. ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν αυτά που τιτλοφορούνται Βιομηχανία και εμπόριο (1919) και Χρήμα, πίστη και εμπόριο (1923).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • αξία — Όρος που χρησιμοποιείται στην οικονομική γλώσσα, όπου σημαίνει τη σημασία που ο άνθρωπος αποδίδει σε ένα αγαθό. Η θεωρία της α. αποτέλεσε για πολύ καιρό ένα από τα θεμελιώδη σημεία της πολιτικής οικονομίας, επειδή οι οικονομολόγοι πίστευαν πως… …   Dictionary of Greek

  • κέρδος — Η διαφορά του κόστους από τα έσοδα που αποφέρει μια οικονομική δραστηριότητα, σύμφωνα με τη λογιστική έννοια, ή η αμοιβή της επιχειρηματικότητας ως συντελεστή παραγωγής, σύμφωνα με την οικονομική θεωρία. Στη λογιστική, το κ. καταγράφεται στην… …   Dictionary of Greek

  • κεφάλαιο — Το μέρος του παραγόμενου πλούτου που προορίζεται για την παραγωγή νέου πλούτου και όχι για κατανάλωση, δηλαδή για την άμεση ικανοποίηση μιας ανάγκης. Είναι ένας από τους τέσσερις συντελεστές παραγωγής μαζί με τη γη, την εργασία και την… …   Dictionary of Greek

  • κεφαλαίο — Το μέρος του παραγόμενου πλούτου που προορίζεται για την παραγωγή νέου πλούτου και όχι για κατανάλωση, δηλαδή για την άμεση ικανοποίηση μιας ανάγκης. Είναι ένας από τους τέσσερις συντελεστές παραγωγής μαζί με τη γη, την εργασία και την… …   Dictionary of Greek

  • οικονομία — Ο όρος, ελληνικός που έγινε παγκόσμιος, σημαίνει, στην πρώτη του έννοια, διαχείριση του οίκου· γενικότερα όμως ο. είναι σήμερα η επιστήμη που μελετά την παραγωγή, τη διανομή και την κατανάλωση του πλούτου και συγχρόνως τους νόμους που τις… …   Dictionary of Greek

  • προσφορά — Στην οικονομική γλώσσα σημαίνει μία ποσότητα αγαθών ή υπηρεσιών που βρίσκεται διαθέσιμη στην αγορά σε μια δεδομένη στιγμή και σε μια καθορισμένη τιμή. Ο σχετικός καθορισμός της τιμής είναι απαραίτητος, γιατί η π. οποιουδήποτε αγαθού τείνει… …   Dictionary of Greek

  • Πιγκού, Άρθουρ Σέσιλ — (Pigou, Ράιντ, Νησί του Γουάιτ 1877 – Κέμπριτζ 1959). Άγγλος οικονομολόγος. Μαθητής και διάδοχος του Άλφρεντ Μάρσαλ στο πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ, ο Π. υποστήριξε ότι η οικονομική επιστήμη επιμένει υπερβολικά πάνω στην παραγωγή και την ανταλλαγή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”